μαρτυρουμένας — μαρτῠρουμένᾱς , μαρτύρομαι call to witness fut part mp fem acc pl (attic epic doric) μαρτῠρουμένᾱς , μαρτύρομαι call to witness fut part mp fem gen sg (doric) μαρτυρουμένᾱς , μαρτυρέω bear witness pres part mp fem acc pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
μαρτυρούμεν' — μαρτῠρούμενα , μαρτύρομαι call to witness fut part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαρτῠρούμενε , μαρτύρομαι call to witness fut part mp masc voc sg (attic epic doric) μαρτῠρούμεναι , μαρτύρομαι call to witness fut part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)